- ἀγαθοσύμβουλος
- ἀγαθοσύμβουλος,A benesuasor, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαθοσύμβουλος — ο (Μ ἀγαθοσύμβουλος) αυτός που δίνει αγαθές, καλές συμβουλές … Dictionary of Greek